- μορίδες
- μορίδες (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μάντεις».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. μόρον «μούρο», αν υποτεθεί ότι ο τ. μάντεις είναι άλλος τ. τού μαντία «βατόμουρο» (Διοσκ. 4, 37)πρβλ. βάτος].
Dictionary of Greek. 2013.